- ἀπειθαρχίας
- ἀπειθαρχίᾱς , ἀπειθαρχίαdisobedience to commandfem acc plἀπειθαρχίᾱς , ἀπειθαρχίαdisobedience to commandfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
επαναστάτης — ο (θηλ. επαναστάτρια) [επανίσταμαι] 1. αυτός που επαναστατεί, που συμμετέχει σε επανάσταση 2. αυτός που υποστηρίζει και ακολουθεί επαναστατικές ιδέες, ριζικές μεταβολές 3. (ειδ.) μέλος επαναστικής οργανώσεως 4. αυτός που δείχνει τάσεις… … Dictionary of Greek
καρτέλ — Σύμπραξη ανάμεσα σε επαγγελματικές, συνδικαλιστικές ή πολιτικές ομάδες με σκοπό την κοινή δράση. Η συνεννόηση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τον καθορισμό των κατώτερων τιμών στις οποίες θα πωλούν διάφορα προϊόντα είτε με τον περιορισμό της… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σύμπτωμα — το, ΝΜΑ [συμπίπτω] ιατρ. υποκειμενικό φαινόμενο το οποίο εκφράζει μια παθολογική κατάσταση και οφείλεται σε λειτουργικές ή οργανικές διαταραχές ενός οργάνου ή ολόκληρου τού οργανισμού (α. «συμπτώματα φυματίωσης» β. «συμπτώματι περιέπεσε ἰδιάζοντι … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ντενίκιν, Αντόν Ιβάνοβιτς — (Anton Ivanovich Denikin, Βαρσοβία 1872 – Αν Άρμπορ, Μίσιγκαν 1947). Ρώσος στρατηγός, διοικητής των λευκών στρατιωτικών δυνάμεων του Νότου κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφύλιου πολέμου, που ακολούθησε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ταπεινής καταγωγής … Dictionary of Greek
Σέρβος, Χρήστος — Οπλαρχηγός του 1821, ο οποίος καταγόταν από τον Βάλτο. Πολέμησε κάτω από τις διαταγές του Θ. Γρίβα και του Γ. Καραϊσκάκη και διακρίθηκε για την ανδρεία του. Επειδή, εξαιτίας της απειθαρχίας του, έγινε αίτιος της αποτυχίας της άλωσης της Κορώνης… … Dictionary of Greek
σποραδικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που απαντά ή συμβαίνει σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνιος: Σημειώθηκαν μερικά σποραδικά κρούσματα απειθαρχίας στο στρατό. – Προβλέπονται για αύριο νεφώσεις και σποραδικές βροχές σ όλη τη χώρα. 2. όχι αγελαίος: Σποραδικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)